- δακρυχέων
- δακρυχέων, ουσα: now written as two words, see χέω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δακρυχέων — bewail pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχέοντα — δακρυχέων bewail pres part act neut nom/voc/acc pl δακρυχέων bewail pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχεούσης — δακρυχέων bewail pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχεούσῃ — δακρυχέων bewail pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχέοντες — δακρυχέων bewail pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχέοντι — δακρυχέων bewail pres part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχέοντος — δακρυχέων bewail pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχέουσα — δακρυχέων bewail pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχέουσαι — δακρυχέων bewail pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυχέουσαν — δακρυχέων bewail pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτυμος — η, ο (Α ἔτυμος, ον και ἔτυμος, ύμη, ον) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν) η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα αρχ. αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» αληθινή διήγηση, Στησίχ.) επίρρ... ἐτύμως… … Dictionary of Greek